- απροσικτος
- ἀπρόσικτοςἀ-πρόσικτος2недоступный
(ἔρωτες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔρωτες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απρόσικτος — ἀπρόσικτος, ον (Α) [προσικνούμαι] ανέφικτος … Dictionary of Greek
ἀπροσίκτων — ἀπρόσικτος unattainable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)